καλοπληρώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλοπληρώτρια | οι | καλοπληρώτριες |
| γενική | της | καλοπληρώτριας | των | καλοπληρωτριών |
| αιτιατική | την | καλοπληρώτρια | τις | καλοπληρώτριες |
| κλητική | καλοπληρώτρια | καλοπληρώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλοπληρώτρια < καλοπληρωτής + -τρια
Μεταφράσεις
καλοπληρώτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.