καλιμπράρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλιμπράρισμα τα καλιμπραρίσματα
      γενική του καλιμπραρίσματος των καλιμπραρισμάτων
    αιτιατική το καλιμπράρισμα τα καλιμπραρίσματα
     κλητική καλιμπράρισμα καλιμπραρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλιμπράρισμα < καλιμπράρ(ω) + -ισμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.liˈbɾa.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλιμπράρισμα

Ουσιαστικό

καλιμπράρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.