καλιμπράρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλιμπράρισμα | τα | καλιμπραρίσματα |
| γενική | του | καλιμπραρίσματος | των | καλιμπραρισμάτων |
| αιτιατική | το | καλιμπράρισμα | τα | καλιμπραρίσματα |
| κλητική | καλιμπράρισμα | καλιμπραρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλιμπράρισμα < καλιμπράρ(ω) + -ισμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.liˈbɾa.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λι‐μπρά‐ρι‐σμα
Πηγές
- καλιμπράρισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.