κακόβολα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακόβολα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

κακόβολα

  1. με δύστροπο φέρσιμο
     συνώνυμα: ανάποδα
     αντώνυμα: καλόβολα
  2. μη αναπαυτικά
     συνώνυμα: άβολα
     αντώνυμα: βολικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.