άβολα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άβολα < άβολος

Επίρρημα

άβολα

  1. όχι αναπαυτικά, «είναι λίγο άβολα σ' αυτόν τον παλιό καναπέ»
  2. όχι άνετα, όχι οικεία, «αισθάνομαι κάπως άβολα τόσο με την τυπικότητα όσο και με την υπερβολική οικειότητα κάποιων ανθρώπων»
  3. όχι κατ' ευχήν, μη ευνοϊκά, «τα πράγματα μού ήρθαν άβολα»

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.