βολικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
βολικά
<
βολικός
Επίρρημα
βολικά
με τρόπο
βολικό
, άνετο
κάθισε
βολικά
στην πολυθρόνα κι άνοιξε μια μπύρα
Μεταφράσεις
βολικά
αγγλικά
:
comfortably
(en)
,
conveniently
(en)
γαλλικά
:
confortablement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βολικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
βολικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.