κακοχρόνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κακοχρόνισμα | τα | κακοχρονίσματα |
| γενική | του | κακοχρονίσματος | των | κακοχρονισμάτων |
| αιτιατική | το | κακοχρόνισμα | τα | κακοχρονίσματα |
| κλητική | κακοχρόνισμα | κακοχρονίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακοχρόνισμα < κακοχρονίζω + -μα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.koˈxɾo.ni.zma/
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κακοχρονίζω, κακός και χρόνος
Μεταφράσεις
κακοχρόνισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.