κακοχειμωνιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κακοχειμωνιά | οι | κακοχειμωνιές |
| γενική | της | κακοχειμωνιάς | των | κακοχειμωνιών |
| αιτιατική | την | κακοχειμωνιά | τις | κακοχειμωνιές |
| κλητική | κακοχειμωνιά | κακοχειμωνιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ko.çi.moˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐χει‐μω‐νιά
Ουσιαστικό
κακοχειμωνιά θηλυκό
- χειμώνας με δύσκολες καιρικές συνθήκες
- ※ Είναι βέβαιο ότι ο επίσκοπος είχε στη διάθεση του υπηρέτες και υποζύγια, όμως η κακοχειμωνιά, σε συνδυασμό πιθανότατα με τους φθαρμένους και λασπωμένους δρόμους, ήταν φυσικό να προκαλεί συχνές διακοπές της πορείας, με συνέπεια να παραταθεί υπερβολικά η διάρκεια του ταξιδιού.
- Ι. Δημητρούκας, Ενδείξεις για τη διάρκεια των χερσαίων ταξιδιών και μετακινήσεων στο Βυζάντιο (6ος-11ος αιώνας), Βυζαντινά Σύμμεικτα, 12, 1998, σσ. 7-42
- ※ Οι τσοπάνηδες μάλιστα την πρωταυγουστιά έχουν και τη «σκυλομαντεία». Σηκώνονται πολύ πρωί, βαθιά σχεδόν χαράματα, και κοιτάζουν τα σκυλιά πώς κοιμούνται. Κι αν αυτά κοιμούνται ξάπλα με τεντωμένα τα πόδια, λένε: «Καλοχειμωνιά θα ’χουμε και γλυκοκαιριά». Αν δούνε όμως πως αυτά κοιμούνται μαζεμένα, κουλουριασμένα με το κεφάλι χωμένο στα πόδια τους, τους ακούς να λένε: «κακοχειμωνιά θα ’χουμε φέτος, κακοχειμωνιά με χιόνια και παγοβροχιές».
- Δημήτρης Βάλλας, «Ερχεται βροχή, έρχεται μπόρα και παγωνιά...», Ελευθερία Λάρισας, 1 Οκτωβρίου 2015
- ※ Είναι βέβαιο ότι ο επίσκοπος είχε στη διάθεση του υπηρέτες και υποζύγια, όμως η κακοχειμωνιά, σε συνδυασμό πιθανότατα με τους φθαρμένους και λασπωμένους δρόμους, ήταν φυσικό να προκαλεί συχνές διακοπές της πορείας, με συνέπεια να παραταθεί υπερβολικά η διάρκεια του ταξιδιού.
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κακοχειμωνιά
|
|
Πηγές
- κακοχειμωνιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.