κακουργιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κακουργιά | οι | κακουργιές |
| γενική | της | κακουργιάς | των | κακουργιών |
| αιτιατική | την | κακουργιά | τις | κακουργιές |
| κλητική | κακουργιά | κακουργιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακουργιά < αρχαία ελληνική κακουργία
Μεταφράσεις
κακουργιά
|
Αναφορές
- κακουργιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.