κακάρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κακάρωμα | τα | κακαρώματα |
| γενική | του | κακαρώματος | των | κακαρωμάτων |
| αιτιατική | το | κακάρωμα | τα | κακαρώματα |
| κλητική | κακάρωμα | κακαρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακάρωμα < κακαρώνω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κακάρωμα
|
→ δείτε τη λέξη θάνατος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.