καθοικάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καθοικάκι τα καθοικάκια
      γενική
    αιτιατική το καθοικάκι τα καθοικάκια
     κλητική καθοικάκι καθοικάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθοικάκι < καθοίκ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.θiˈka.ci/

Ουσιαστικό

καθοικάκι ουδέτερο

(δείτε Ετυμολογία: καθοίκι)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.