καθισιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθισιά οι καθισιές
      γενική της καθισιάς των καθισιών
    αιτιατική την καθισιά τις καθισιές
     κλητική καθισιά καθισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθισιά < καθίζω

Ουσιαστικό

καθισιά θηλυκό

  1. το να κάθεται κανείς να φάει για μία (1) φορά
    • τρώω κάτι στην καθισιά μου: τρώω πάρα πολύ σε ένα μόνο γεύμα
      είναι ικανός να φάει μόνος του ένα ολόκληρο βόδι στην καθισιά του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.