sitting
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
sitting (en)
- η μία φορά που κάθεται κανείς για να κάνει κάτι ορισμένο, (π.χ. να φάει, για ποζάρισμα)
- how many calories do you take in one sitting? - πόσες θερμίδες παίρνεις σε ένα γεύμα;
- Ovelix could eat five boars at a sitting - ο Οβελίξ μπορούσε να φάει πέντε αγριογούρουνα στην καθισιά του
- η συνεδρίαση ενός νομοθετικού οργάνου
- η ενέργεια ενός πουλιού που κλωσάει τα αβγά του
Επίθετο
sitting (en)
- που συμβαίνει ή εκτελείται σε/από καθιστή στάση· (πχ μουσική εκτέλεση σε καθιστή στάση)
- εν ενεργεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.