sitting

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

sitting (en)

  1. η μία φορά που κάθεται κανείς για να κάνει κάτι ορισμένο, (π.χ. να φάει, για ποζάρισμα)
    how many calories do you take in one sitting? - πόσες θερμίδες παίρνεις σε ένα γεύμα;
    Ovelix could eat five boars at a sitting - ο Οβελίξ μπορούσε να φάει πέντε αγριογούρουνα στην καθισιά του
  2. η συνεδρίαση ενός νομοθετικού οργάνου
  3. η ενέργεια ενός πουλιού που κλωσάει τα αβγά του

Ρηματικός τύπος

sitting (en)

Επίθετο

sitting (en)

  1. που συμβαίνει ή εκτελείται σε/από καθιστή στάση· (πχ μουσική εκτέλεση σε καθιστή στάση)
  2. εν ενεργεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.