καθησύχαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθησύχαση | οι | καθησυχάσεις |
| γενική | της | καθησύχασης* | των | καθησυχάσεων |
| αιτιατική | την | καθησύχαση | τις | καθησυχάσεις |
| κλητική | καθησύχαση | καθησυχάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καθησυχάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθησύχαση < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
καθησύχαση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.