καθησυχάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

καθησυχάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθησυχάζω
  2. θα καθησυχάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθησυχάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.