καθεστηκυία τάξη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθεστηκυία τάξη < καθεστηκυία < αρχαία ελληνική καθεστηκυῖα, θηλυκό του καθεστηκώς, μετοχή ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος καθίστημι & τάξη < αρχαία ελληνική τάξις
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaθestiˈcia ˈtaksi/
Πολυλεκτικός όρος
καθεστηκυία τάξη θηλυκό
- το παγιωμένο σύστημα αξιών και αντιλήψεων, η επικρατούσα τάξη πραγμάτων
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη κατεστημένο
Μεταφράσεις
καθεστηκυία τάξη
Πηγές
- καθεστηκυία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καθεστηκυία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.