καθαρευουσιάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθαρευουσιάνα | οι | καθαρευουσιάνες |
| γενική | της | καθαρευουσιάνας | — | |
| αιτιατική | την | καθαρευουσιάνα | τις | καθαρευουσιάνες |
| κλητική | καθαρευουσιάνα | καθαρευουσιάνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθαρευουσιάνα < θηλυκό του καθαρευουσιάνος
Σημειώσεις
Η χρήση της λέξης συνήθως δηλώνει την υποστήριξη του ομιλητή στη δημοτική
Μεταφράσεις
καθαρευουσιάνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.