καθάρειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | καθάρειος | τὸ | καθάρειον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | καθαρείου | τοῦ | καθαρείου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | καθαρείῳ | τῷ | καθαρείῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | καθάρειον | τὸ | καθάρειον | ||
| κλητική ὦ! | καθάρειε | καθάρειον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | καθάρειοι | τὰ | καθάρειᾰ | ||
| γενική | τῶν | καθαρείων | τῶν | καθαρείων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | καθαρείοις | τοῖς | καθαρείοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | καθαρείους | τὰ | καθάρειᾰ | ||
| κλητική ὦ! | καθάρειοι | καθάρειᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καθαρείω | τὼ | καθαρείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καθαρείοιν | τοῖν | καθαρείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- 'καθάρειος ήδη στον 4ο αιώνα < → λείπει η ετυμολογία
- (ελληνιστική κοινή), κοινή νεοελληνική: καθάριος
- ετυμολογίκή γραφή στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- καθάρειος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθάρειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.