καζμάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καζμάς οι καζμάδες
      γενική του καζμά των καζμάδων
    αιτιατική τον καζμά τους καζμάδες
     κλητική καζμά καζμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καζμάς < κασμάς με γραφή της προφοράς του ⟨σμ⟩ [zm] ως ⟨ζμ⟩ κατά την οθωμανική τουρκική قازمه (τουρκική kazma)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈzmas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κασμάς

Ουσιαστικό

καζμάς αρσενικό

  • (προφορικό) γραφή της προφοράς του κασμάς

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.