καζμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καζμάς | οι | καζμάδες |
| γενική | του | καζμά | των | καζμάδων |
| αιτιατική | τον | καζμά | τους | καζμάδες |
| κλητική | καζμά | καζμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καζμάς < κασμάς με γραφή της προφοράς του ⟨σμ⟩ [zm] ως ⟨ζμ⟩ κατά την οθωμανική τουρκική قازمه (τουρκική kazma)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈzmas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐σμάς
Μεταφράσεις
καζμάς
|
Πηγές
- «~ καζμάς», «τον καζμά τους» s.v. αμπελήσιος, ανθρακούχος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.