καζασκέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καζασκέρης | οι | καζασκέρηδες |
| γενική | του | καζασκέρη | των | καζασκέρηδων |
| αιτιατική | τον | καζασκέρη | τους | καζασκέρηδες |
| κλητική | καζασκέρη | καζασκέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καζασκέρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kazasker + -ης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.zaˈsce.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ζα‐σκέ‐ρης
Ουσιαστικό
καζασκέρης αρσενικό
- (παρωχημένο, ιστορία, αξίωμα) στρατοδίκης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- καζασκέρης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.