καζασκέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καζασκέρης οι καζασκέρηδες
      γενική του καζασκέρη των καζασκέρηδων
    αιτιατική τον καζασκέρη τους καζασκέρηδες
     κλητική καζασκέρη καζασκέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καζασκέρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kazasker + -ης

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.zaˈsce.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καζασκέρης

Ουσιαστικό

καζασκέρης αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.