καββάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καββάλα | οι | καββάλες |
| γενική | της | καββάλας | — | |
| αιτιατική | την | καββάλα | τις | καββάλες |
| κλητική | καββάλα | καββάλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καββάλα < (λόγιο δάνειο) μεσαιωνική λατινική cabbala < εβραϊκή קבלה (kabalá)
Ουσιαστικό
καββάλα θηλυκό
- (θρησκεία, φιλοσοφία) άλλη γραφή του καμπάλα ή καβάλα: άλλη μορφή του καβαλισμός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καβαλισμός
Μεταφράσεις
καββάλα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.