καβαφολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβαφολογία οι καβαφολογίες
      γενική της καβαφολογίας των καβαφολογιών
    αιτιατική την καβαφολογία τις καβαφολογίες
     κλητική καβαφολογία καβαφολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καβαφολογία < (ανθρωπωνύμιο) Κωνσταντίνος Καβάφης: Καβάφ(ης) + -ο- + -λογία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

καβαφολογία θηλυκό

  • η αναφορά / μελέτη του έργου του Κωνσταντίνου Καβάφη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.