καίνυμαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καίνυμαι < παθητική φωνή του ρήματος καίνυμι

Ρήμα

καίνυμαι

  1. υπερέχω, αριστεύω, υπερτερώ
  2. εξοπλίζομαι, στολίζομαι
  3. (μετοχή παρακειμένου) κεκασμένος:
    1. διακεκριμένος, ξεχωριστός
    2. στολισμένος
    3. οπλισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.