κέτσαπ

Νέα ελληνικά (el)

μπουκάλια με κέτσαπ

Ετυμολογία

κέτσαπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική ketchup [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈce.t͡sap/
ΔΦΑ : /ˈce.t͡ʃap/ (προφορά πλησιέστερη προς την αγγλική)
τυπογραφικός συλλαβισμός: κέτσαπ

Ουσιαστικό

κέτσαπ θηλυκό άκλιτο (κατά το Λεξικό Μπαμπινίωτη και ουδέτερο[2])

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κέτσαπ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Λόγιο δάνειο κατά το λεξικό.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.