ketchup

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɛt͡ʃ.əp/}
 

Ουσιαστικό

ketchup (en)



Βιετναμικά (vi)

Ουσιαστικό

ketchup (vi)



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

ketchup < αγγλική ketchup

Ουσιαστικό

ketchup (fr) αρσενικό



Δανικά (da)

Ουσιαστικό

ketchup (da)



Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

ketchup (es)



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

ketchup (it)



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

ketchup (no)



Σουηδικά (sv)

Ουσιαστικό

ketchup (sv)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.