κάψωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάψωμα τα καψώματα
      γενική του καψώματος των καψωμάτων
    αιτιατική το κάψωμα τα καψώματα
     κλητική κάψωμα καψώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάψωμα < καψώνω + -μα

Ουσιαστικό

κάψωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.