κάσκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάσκα οι κάσκες
      γενική της κάσκας των κασκών
    αιτιατική την κάσκα τις κάσκες
     κλητική κάσκα κάσκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάσκα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κάσκα θηλυκό

  • το κράνος, ιδιαίτερα του μοτοσικλετιστή ή του ποδηλάτη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.