ιχθυοπληθυσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιχθυοπληθυσμός | οι | ιχθυοπληθυσμοί |
| γενική | του | ιχθυοπληθυσμού | των | ιχθυοπληθυσμών |
| αιτιατική | τον | ιχθυοπληθυσμό | τους | ιχθυοπληθυσμούς |
| κλητική | ιχθυοπληθυσμέ | ιχθυοπληθυσμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιχθυοπληθυσμός < ιχθυο- + πληθυσμός
Μεταφράσεις
ιχθυοπληθυσμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.