ιστιδίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστιδίνη οι ιστιδίνες
      γενική της ιστιδίνης των ιστιδινών
    αιτιατική την ιστιδίνη τις ιστιδίνες
     κλητική ιστιδίνη ιστιδίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιστιδίνη < ιστός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

Συντακτικός τύπος ιστιδίνης.

ιστιδίνη θηλυκό

  1. (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
  2. (βιοχημεία, αμινοξύ) απαραίτητο αμινοξύ που δεν μπορούν να συνθέσουν τα παιδιά (ημιαπαραίτητο αμινοξύ). Έχει τύπο |N_H_-_C_H_=_N_-_C_H_=_C|-CH2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο His ή H.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.