ιστιδίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιστιδίνη | οι | ιστιδίνες |
| γενική | της | ιστιδίνης | των | ιστιδινών |
| αιτιατική | την | ιστιδίνη | τις | ιστιδίνες |
| κλητική | ιστιδίνη | ιστιδίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιστιδίνη < ιστός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό

Συντακτικός τύπος ιστιδίνης.
ιστιδίνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
- (βιοχημεία, αμινοξύ) απαραίτητο αμινοξύ που δεν μπορούν να συνθέσουν τα παιδιά (ημιαπαραίτητο αμινοξύ). Έχει τύπο |N_H_-_C_H_=_N_-_C_H_=_C|-CH2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο His ή H.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.