ισορροπήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ισορροπήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισορροπώ
  2. θα ισορροπήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισορροπώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ισορροπήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ισορρόπηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.