ισοβιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισοβιότητα οι ισοβιότητες
      γενική της ισοβιότητας των ισοβιοτήτων
    αιτιατική την ισοβιότητα τις ισοβιότητες
     κλητική ισοβιότητα ισοβιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισοβιότητα < ισόβιος + -ότητα

Ουσιαστικό

ισοβιότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.