ισοβιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισοβιότητα | οι | ισοβιότητες |
| γενική | της | ισοβιότητας | των | ισοβιοτήτων |
| αιτιατική | την | ισοβιότητα | τις | ισοβιότητες |
| κλητική | ισοβιότητα | ισοβιότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ισοβιότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.