ινατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ινατζής | οι | ινατζήδες |
| γενική | του | ινατζή | των | ινατζήδων |
| αιτιατική | τον | ινατζή | τους | ινατζήδες |
| κλητική | ινατζή | ινατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- ινατσάρης
- ινατσιάρης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ινάτι
Μεταφράσεις
ινατζής
|
Πηγές
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.