ιεροσκοπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιεροσκοπία οι ιεροσκοπίες
      γενική της ιεροσκοπίας των ιεροσκοπιών
    αιτιατική την ιεροσκοπία τις ιεροσκοπίες
     κλητική ιεροσκοπία ιεροσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιεροσκοπία < ιερ(ος) + -ο- + -σκοπία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ιεροσκοπία θηλυκό

  • μορφή μαντείας που βασίζεται στην παρατήρηση των θυσιαζόμενων ζώων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.