ιεροδικείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιεροδικείο τα ιεροδικεία
      γενική του ιεροδικείου των ιεροδικείων
    αιτιατική το ιεροδικείο τα ιεροδικεία
     κλητική ιεροδικείο ιεροδικεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιεροδικείο < ιερό + -δικείο

Ουσιαστικό

ιεροδικείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.