ιεραρχήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ιεραρχήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιεραρχώ
  2. θα ιεραρχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιεραρχώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ιεραρχήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιεράρχηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.