ιδιοπάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιοπάθεια οι ιδιοπάθειες
      γενική της ιδιοπάθειας των ιδιοπαθειών
    αιτιατική την ιδιοπάθεια τις ιδιοπάθειες
     κλητική ιδιοπάθεια ιδιοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδιοπάθεια < ιδιοπαθής, μορφολογικά αναλύεται ιδιο- + -πάθεια

Ουσιαστικό

ιδιοπάθεια θηλυκό

  • χαρακτηρισμός ασθένειας χωρίς σαφή αίτια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.