ιδιοπαθής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιδιοπαθής: πιθανόν από την ελληνιστική κοινή

Επίθετο

ιδιοπαθής, -ής, -ές

  1. (ιατρική) χαρακτηρισμός για ασθένεια που δεν έχει γνωστά παθολογικά αίτια
    ο ασθενής πάσχει από ιδιοπαθή υπέρταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.