ιατροδικαστίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιατροδικαστίνα οι ιατροδικαστίνες
      γενική της ιατροδικαστίνας των ιατροδικαστίνων
    αιτιατική την ιατροδικαστίνα τις ιατροδικαστίνες
     κλητική ιατροδικαστίνα ιατροδικαστίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιατροδικαστίνα < ιατροδικαστής + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

ιατροδικαστίνα θηλυκό

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.