χαλκοθώραξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
χαλκοθώραξ αρσενικό ( & εκτεταμένο χαλκεοθώραξ & ιωνικός τύπος χαλκεοθώρηξ, -ηκος)
- Τυνδαρίδη ταχύπωλε δορυσσόε χαλκεοθώρηξ.
- σὺν δ᾽ ἔγχεα καὶ μένε᾽ ἀνδρῶν χαλκεοθωρήκων
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.