θυματοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θυματοποιώ < θύμα + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική victimize)

Ρήμα

θυματοποιώ (παθητική φωνή: θυματοποιούμαι)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.