θυματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θυματοποιώ < θύμα + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική victimize)
Συγγενικά
- θυματοποίηση
- → δείτε τις λέξεις θύμα και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θυματοποιώ | θυματοποιούσα | θα θυματοποιώ | να θυματοποιώ | θυματοποιώντας | |
| β' ενικ. | θυματοποιείς | θυματοποιούσες | θα θυματοποιείς | να θυματοποιείς | (θυματοποίει) | |
| γ' ενικ. | θυματοποιεί | θυματοποιούσε | θα θυματοποιεί | να θυματοποιεί | ||
| α' πληθ. | θυματοποιούμε | θυματοποιούσαμε | θα θυματοποιούμε | να θυματοποιούμε | ||
| β' πληθ. | θυματοποιείτε | θυματοποιούσατε | θα θυματοποιείτε | να θυματοποιείτε | θυματοποιείτε | |
| γ' πληθ. | θυματοποιούν(ε) | θυματοποιούσαν(ε) | θα θυματοποιούν(ε) | να θυματοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θυματοποίησα | θα θυματοποιήσω | να θυματοποιήσω | θυματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | θυματοποίησες | θα θυματοποιήσεις | να θυματοποιήσεις | θυματοποίησε | ||
| γ' ενικ. | θυματοποίησε | θα θυματοποιήσει | να θυματοποιήσει | |||
| α' πληθ. | θυματοποιήσαμε | θα θυματοποιήσουμε | να θυματοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | θυματοποιήσατε | θα θυματοποιήσετε | να θυματοποιήσετε | θυματοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | θυματοποίησαν θυματοποιήσαν(ε) |
θα θυματοποιήσουν(ε) | να θυματοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θυματοποιήσει | είχα θυματοποιήσει | θα έχω θυματοποιήσει | να έχω θυματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις θυματοποιήσει | είχες θυματοποιήσει | θα έχεις θυματοποιήσει | να έχεις θυματοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει θυματοποιήσει | είχε θυματοποιήσει | θα έχει θυματοποιήσει | να έχει θυματοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θυματοποιήσει | είχαμε θυματοποιήσει | θα έχουμε θυματοποιήσει | να έχουμε θυματοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε θυματοποιήσει | είχατε θυματοποιήσει | θα έχετε θυματοποιήσει | να έχετε θυματοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θυματοποιήσει | είχαν θυματοποιήσει | θα έχουν θυματοποιήσει | να έχουν θυματοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.