θορύβηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θορύβηση οι θορυβήσεις
      γενική της θορύβησης* των θορυβήσεων
    αιτιατική τη θορύβηση τις θορυβήσεις
     κλητική θορύβηση θορυβήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θορυβήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θορύβηση < θορυβώ + -ση

Ουσιαστικό

θορύβηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.