θιασώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θιασώτρια | οι | θιασώτριες |
| γενική | της | θιασώτριας | των | θιασωτριών |
| αιτιατική | τη | θιασώτρια | τις | θιασώτριες |
| κλητική | θιασώτρια | θιασώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
θιασώτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.