θιασάρχισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θιασάρχισσα οι θιασάρχισσες
      γενική της θιασάρχισσας των θιασαρχισσών
    αιτιατική τη θιασάρχισσα τις θιασάρχισσες
     κλητική θιασάρχισσα θιασάρχισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θιασάρχισσα < θιασάρχης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

θιασάρχισσα θηλυκό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη θιασάρχης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.