θημών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | θημών | οἱ | θημῶνες |
| γενική | τοῦ | θημῶνος | τῶν | θημώνων |
| δοτική | τῷ | θημῶνῐ | τοῖς | θημῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | θημῶνᾰ | τοὺς | θημῶνᾰς |
| κλητική ὦ! | θημών | θημῶνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θημῶνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θημώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Παράγωγα
- θημολογέω
- θημωνία, θημωνιά
- θημωνοθετέω, θημονοθετέω
Αναφορές
- «θημωνιά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- θημών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θημών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.