θεόδμητος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θεόδμητος τὸ θεόδμητον
      γενική τοῦ/τῆς θεοδμήτου τοῦ θεοδμήτου
      δοτική τῷ/τῇ θεοδμήτ τῷ θεοδμήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν θεόδμητον τὸ θεόδμητον
     κλητική ! θεόδμητε θεόδμητον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θεόδμητοι τὰ θεόδμητ
      γενική τῶν θεοδμήτων τῶν θεοδμήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς θεοδμήτοις τοῖς θεοδμήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεοδμήτους τὰ θεόδμητ
     κλητική ! θεόδμητοι θεόδμητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεοδμήτω τὼ θεοδμήτω
      γεν-δοτ τοῖν θεοδμήτοιν τοῖν θεοδμήτοιν
Και θηλυκό θεοδμάτα.
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεόδμητος < θεό- + δμητός (< δέμω)

Επίθετο

θεόδμητος, -ος, -ον

  1. αυτός που έχει θεμελιωθεί από θεό, ή θεούς
  2. αυτός που έχει ανεγερθεί, κατασκευαστεί από θεό ή θεούς, ο θεόκτιστος, θεόχτιστος

  • θηλυκό, και θεοδμάτα, θεοδμήτη
  • δωρικός τύπος: θεόδματος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.