θερμοφωσφορισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θερμοφωσφορισμός οι θερμοφωσφορισμοί
      γενική του θερμοφωσφορισμού των θερμοφωσφορισμών
    αιτιατική τον θερμοφωσφορισμό τους θερμοφωσφορισμούς
     κλητική θερμοφωσφορισμέ θερμοφωσφορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θερμοφωσφορισμός < θερμο- + φωσφορισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thermophosphorescence)

Ουσιαστικό

θερμοφωσφορισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.