θεογνωσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θεογνωσία | οι | θεογνωσίες |
| γενική | της | θεογνωσίας | των | θεογνωσιών |
| αιτιατική | τη | θεογνωσία | τις | θεογνωσίες |
| κλητική | θεογνωσία | θεογνωσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεογνωσία < ελληνιστική κοινή θεογνωσία < θεο- + -γνωσία
Μεταφράσεις
θεογνωσία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.