θελξίνους
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θελξίνους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θελξίνους, συνηρημένος τύπος του θελξίνοος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| θελξῐνοο- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | θελξίνοος > θελξίνους | τὸ | θελξίνοον > θελξίνουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | θελξινόου > θελξίνου | τοῦ | θελξινόου > θελξίνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | θελξινόῳ > θελξίνῳ | τῷ | θελξινόῳ > θελξίνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | θελξίνοον > θελξίνουν | τὸ | θελξίνοον > θελξίνουν | ||
| κλητική ὦ! | θελξίνοε > θελξίνους | θελξίνοον > θελξίνουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | θελξίνοοι > θελξῖνοι | τὰ | θελξίνοᾰ > θελξίνοᾰ | ||
| γενική | τῶν | θελξινόων > θελξίνων | τῶν | θελξινόων > θελξίνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | θελξινόοις > θελξίνοις | τοῖς | θελξινόοις > θελξίνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | θελξινόους > θελξίνους | τὰ | θελξίνοᾰ > θελξίνοᾰ | ||
| κλητική ὦ! | θελξίνοοι > θελξίνοι | θελξίνοᾰ > θελξίνοᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θελξινόω > θελξίνω | τὼ | θελξινόω > θελξίνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θελξινόοιν > θελξίνοιν | τοῖν | θελξινόοιν > θελξίνοιν | ||
| Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
| 2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.