θεληματίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θεληματίας | οι | θεληματίες |
| γενική | του | θεληματία | των | θεληματιών |
| αιτιατική | τον | θεληματία | τους | θεληματίες |
| κλητική | θεληματία | θεληματίες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεληματίας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
θεληματίας αρσενικό
- αυτός που έχει ισχυρή θέληση
- (σπανιότερα) θεληματάρης, (θεληματζής, θεληματατζής)· αυτός που κάνει θελήματα (πληρωμένος ή μη)
Μεταφράσεις
θεληματίας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.