θεληματίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεληματίας οι θεληματίες
      γενική του θεληματία των θεληματιών
    αιτιατική τον θεληματία τους θεληματίες
     κλητική θεληματία θεληματίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεληματίας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θεληματίας αρσενικό

  1. αυτός που έχει ισχυρή θέληση
  2. (σπανιότερα) θεληματάρης, (θεληματζής, θεληματατζής)· αυτός που κάνει θελήματα (πληρωμένος ή μη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.