θεατρίνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεατρίνος οι θεατρίνοι
      γενική του θεατρίνου των θεατρίνων
    αιτιατική τον θεατρίνο τους θεατρίνους
     κλητική θεατρίνε θεατρίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεατρίνος < θέατρο

Ουσιαστικό

θεατρίνος αρσενικό (θηλυκό θεατρίνα)

  1. (επάγγελμα, συχνά μειωτικό) άντρας ηθοποιός
  2. ο υποκριτής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.