θανή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θανή οι θανές
      γενική της θανής των θανών
    αιτιατική τη θανή τις θανές
     κλητική θανή θανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θανή < μεσαιωνική ελληνική θανή < αρχαία ελληνική απαρέμφατο θανεῖν

Ουσιαστικό

θανή θηλυκό

Αχ, και να γύριζαν να διπλοζήσω/ αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω/ Και να 'σαι η πρώτη μου, εσύ η στερνή μου/ από τη γέννα μου, ως τη θανή μου (Ιω.Πολέμης)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.